φάκελος

φάκελος
(I)
ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν
νεοελλ.
χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί
2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου»)
3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως, δραστηριότητας ενός προσώπου, που υπάρχει στα αρχεία, ιδίως τής αστυνομίας
4. φρ. «ταχυδρομικός φάκελος» — το σύνολο τών επιστολών και αντικειμένων που αποστέλλονται από ένα ταχυδρομείο σε άλλο
αρχ.
δεσμίδα, δεμάτι («φάκελοι ῥάβδων μεγάλοι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. φάκ-ελος (πρβλ. πύ-ελος, σκόπ-ελος) και ο τ. σφάκελος (ΙΙ), ο οποίος αποτελεί πιθανότατα διαφορετική γρφ. τού φάκελος (βλ. λ. σφάκελος [II]), θα μπορούσαν πιθ. να αναχθούν στο λατ. fastis «φάκελος» (πρβλ. και λ. φασκίς) ως εξής: λατ. fastis > *φασκ-ελος > σφάκελος, με μετάθεση τού -σ- (πρβλ. φάσκον*: σφάκος, νεοελλ. φάσκελο* < σφάκελος [ΙΙ]) > φάκελος (για την ύπαρξη παρλλ. τ. με ή χωρίς αρκτικό σ-, πρβλ. σφαιρωτήρ: φαιρωτήρ, σπέλεθος: πέλεθος, και τα νεοελλ. φαλάγγι[ον]: σφαλάγγι). Προβλήματα γεννά, ωστόσο, η διαφορά σημ. τών λ. φάκελος και σφάκελος (ΙΙ) «το μεσαίο δάχτυλο τού χεριού», η οποία, όμως, παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις, πρβλ. φάλαγξ «κυλινδρικό κομμάτι ξύλου, στέλεχος» και «καθένα από τα τρία επιμήκη οστά τών δακτύλων», σκυτάλη «ξύλινη ράβδος, ρόπαλο από ξύλο» και σκυταλίς «φάλαγγα τών δακτύλων». Η σύνδεση, τέλος, τής λ. φάκελος με τον τ. σφάκελος (Ι) «γάγγραινα», παρά την μορφολογική ομοιότητα, δεν θεωρείται πιθανή. Ορθή γρφ. τής λ. είναι ο τ. φάκελος, ενώ η γρφ. φάκελλος πρέπει να θεωρηθεί εσφ., μολονότι εμφανίζεται συχνά στη Νέα Ελληνική].
————————
(II)
ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «φάκελος τὸ τῆς κεφαλῆς φόρεμα, ὁ καὶ φακιόλιον λέγεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φακιόλιον*, με παρετυμολογική επίδραση τής λ. φάκελος (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φάκελος — φάκελος, ο και φάκελο, το 1. χάρτινη θήκη για επιστολές ή έγγραφα: Τα γραμματόσημα του φακέλου. 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση. 3. χαρτοφύλακας όπου ταξινομούνται και φυλάγονται έγγραφα, ντοσιέ: Ο μπλε φάκελος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάκελος — bundle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακέλου — φάκελος bundle masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακέλους — φάκελος bundle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακέλῳ — φάκελος bundle masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελοι — φάκελος bundle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελον — φάκελος bundle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίκος — ο, Ν 1. (κυρίως για χαρτονομίσματα) δεσμίδα, μάτσο («είχε πλίκο τα χιλιάρικα») 2. περιτύλιγμα, φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. plico «φάκελος, πτυχή» < λατ. plico «διπλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • φάκελο — και εσφ. γρφ. φάκελλο, το, Ν ο φάκελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκελος με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”